Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Το φθινόπωρο είναι μια δεύτερη άνοιξη, όταν κάθε φύλλο είναι ένα λουλούδι...(Μία ωδή στο παράλογο)

“… Όλες τις μέρες μιας άφεγγης ζωής ο χρόνος μας ανέχεται. Έρχεται όμως πάντα η στιγμή που πρέπει να τον ανεχτούμε και να τον υπομείνουμε εμείς. Ζούμε με το μέλλον: “αύριο”, “αργότερα”, “όταν σου δοθεί μια ευκαιρία”, “με τον καιρό θα καταλάβεις”. Αυτές οι ανακολουθίες είναι περίεργες αφού θα πεθάνουμε. Αλλά φτάνει η μέρα που ο άνθρωπος διαπιστώνει πως είναι τριάντα χρονών.  Επιβεβαιώνει έτσι τη νιότη του. Την ίδια όμως στιγμή συγκρίνει τον εαυτό του με το χρόνο. Παίρνει θέση μέσα σ’ αυτόν. Αναγνωρίζει πως βρίσκεται σε μια κρίσιμη στιγμή και παραδέχεται πως έχει χρέος να την περάσει. Ανήκει στο χρόνο και τρομοκρατημένος βλέπει στο πρόσωπο του χρόνου το χειρότερο εχθρό του. Αύριο, επιθυμούσε το αύριο, τη στιγμή που έπρεπε να μην το ήθελε μ’ όλο του το είναι. Αυτή η επανάσταση της σάρκας αποτελεί το παράλογο.
Ένα βήμα πιο κάτω και να το παράλογο: βλέπουμε πως ο κόσμος είναι “αδιαπέραστος”, προαισθανόμαστε σε ποιο σημείο μας είναι ξένη μια πέτρα, διαπιστώνουμε πως είναι αδύνατο ν’ απλοποιήσουμε τα πράγματα, με πόσο πείσμα μπορεί να μας αντιστέκεται η φύση, ένα τοπίο. Στο βάθος κάθε ομορφιάς υπάρχει κάτι το απάνθρωπο και οι λόφοι, ο γλυκός ουρανός, τα δέντρα χάνουν την ίδια στιγμή το ψεύτικο νόημα που τους δίναμε, γίνονται πιο μακρινά κι από ένα χαμένο παράδεισο. Η πανάρχαιη σκληρότητα του κόσμου, περνώντας μέσα από χιλιάδες χρόνια, έρχεται να μας συναντήσει. Για μια στιγμή δεν τη νοιώθουμε, αφού για ένα σωρό αιώνες καταλαβαίναμε μονάχα τις μορφές και τα σχήματα που δίναμε στον κόσμο.
Αλλ’ από δω και στο εξής δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το τέχνασμα. Ο κόσμος ξαναπαίρνει την πραγματική του μορφή και μας ξεφεύγει. Αυτά, τα από συνήθεια κρυμμένα σκηνικά ξαναπαίρνουν το αληθινό τους πρόσωπο. Απομακρύνονται. Με τον ίδιο τρόπο, υπάρχουν μέρες όπου στο πρόσωπο μιας γνωστής μας, ξαναβρίσκουμε σα μια ξένη, εκείνη που είχαμε αγαπήσει πριν μήνες ή χρόνια και ίσως επιθυμήσουμε αυτό που συχνά μας κάνει να νοιώθουμε τόσο μόνοι. Αλλά δεν ήρθε ακόμα η ώρα. Ένα μονάχα πράγμα πρέπει να έχουμε υπόψη μας: τη μυστικότητα κι ανομοιότητα του κόσμου που αποδεικνύουν το παράλογο…
Αν μας τρομάζει ο χρόνος, μας τρομάζει γιατί αποδεικνύει το αποτέλεσμα που έρχεται. Σ’ αυτό το σημείο, για λίγο τουλάχιστον, όλες οι ωραίες συζητήσεις πάνω στην ψυχή παίρνουν ένα μάθημα απ’ τον αντίπαλό τους. Απ’ αυτό το ασάλευτο κορμί, η ψυχή λείπει. Αυτή η βασική κι οριστική πλευρά του γεγονότος αποτελεί το περιεχόμενο του παράλογου συναισθήματος. Κάτω απ’ το θνητό φως αυτού του πεπρωμένου, εμφανίζεται η ματαιότητα. Καμιά ηθική, καμιά προσπάθεια δε δικαιολογούνται a priori μπροστά στα ανάλγητα μαθηματικά που ρυθμίζουν την ύπαρξή μας.
Για ποιόν και για ποιό μπορώ να πω ανεπιφύλακτα: “Αυτό το ξέρω!” Την καρδιά μου μπορώ να την καταλάβω και ξέρω πως υπάρχει. Τον κόσμο, μπορώ να τον αγγίξω και ξέρω, πάλι, πως υπάρχει. Εδώ σταματάει κάθε μου γνώση, τα υπόλοιπα είναι επινοήσεις. Γιατί, αν προσπαθώ να καταλάβω τον εαυτό μου για τον οποίο είμαι σίγουρος, αν προσπαθώ να τον καθορίσω και να τον συνοψίσω, αφήνω το νερό να κυλάει μέσ’ από τα δάκτυλά μου. Μπορώ να περιγράψω μία – μία όλες τις όψεις που ξέρει να παίρνει, ακόμα κι εκείνες που του έχουν αποδώσει, τη μόρφωση, την καταγωγή, την οργή ή τις σιωπές, την αξιοπρέπεια ή μικροπρέπεια.
Αλλά δεν προσθέτουμε πρόσωπα. Ακόμα κι αυτή, η δική μου καρδιά θα μου μείνει άγνωστη για πάντα. Ανάμεσα στη βεβαιότητα που έχω για την ύπαρξή μου και στο νόημα που προσπαθώ να δώσω σ’ αυτή τη βεβαιότητα, υπάρχει ένα κενό που δε θα γεμίσει ποτέ. Ο εαυτός μου θα μου μείνει για πάντα ξένος. Στην ψυχολογία και στη λογική υπάρχουν αλήθειες αλλά λείπει η αλήθεια.
Μονάχα μέσα στα πλαίσια που μπορεί κανείς να τα πλησιάσει παίρνουν κάποιο νόημα. Βλέπω ακόμα τα δέντρα που ξέρω τη σύστασή τους, το νερό που δοκιμάζω τη γεύση του. Πώς ν’ αρνηθώ αυτό τον κόσμο αφού υφίσταμαι την επίδρασή του, πώς ν’ αρνηθώ το άρωμα της χλόης και των άστρων, πώς ν’ αρνηθώ τη νύχτα και τις λίγες βραδιές που χαρίζουν στην καρδιά γαλήνη; Κι όμως ολόκληρη η επιστήμη αυτής της γης δε θα με πείσει ποτέ για το ότι αυτός ο κόσμος μου ανήκει…
Οι απαλές γραμμές των λόφων και το χέρι της νύχτας πάνω σ’ αυτήν τη βασανισμένη καρδιά μου μαθαίνουν πιο πολλά. Ξαναγυρίζω εκεί που βρισκόμουν στην αρχή. Καταλαβαίνω πως η επιστήμη με βοηθάει στο να συλλάβω και ν’ απαριθμήσω τα φαινόμενα. Δε μπορεί όμως να με βοηθήσει στο να εννοήσω τον κόσμο. Ακόμα κι αν είχα αγγίζει ολόκληρο το πρόπλασμά του με το δάκτυλο, πάλι δε θα ‘ξερα τίποτε. Κι εσείς μ’ αναγκάζετε να διαλέξω ανάμεσα σε μια βέβαιη για τον εαυτό της περιγραφή που δε μου μαθαίνει τίποτα, και σ’ αβέβαιες υποθέσεις που ισχυρίζονται πως με διδάσκουν. Γι’ αυτό τον κόσμο και για τον εαυτό μου είμαι ένας ξένος, οπλισμένος σε κάθε περίπτωση με μια σκέψη που απ’ τη στιγμή που διαπιστώνει αρνιέται τον εαυτό της. Γιατί να βρίσκω τη γαλήνη μονάχα στην άγνοια και στο θάνατο, γιατί ο πόθος της κατάκτησης να προσκρούει πάνω σε τείχη που δε δίνουν καμία σημασία στις επιθέσεις του; Θέλω, σημαίνει προκαλώ το παράδοξο. Όλα τα πάντα κάνουν να γεννηθεί αυτή η δηλητηριασμένη γαλήνη, υποθάλπουν την αδιαφορία, τον ύπνο της καρδιάς και την παραίτηση.

Αλμπέρ Καμύ , Ο μύθος του Σίσυφου
Διαβάστε περισσότερα